Ώπος

Ώπος
Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081-1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία εναντίον των Τούρκων (1086). Ο Κ.Ώ. κατέλαβε τα φρούρια της Κυζίκου, του Ποιμανικού και της Απολλωνιάδας και το 1089 απελευθέρωσε τη Xίο από τους Τούρκους. 2. Λέων. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ (1034-41) και κατεπάνος της Λογγοβαρδίας (νότιας Ιταλίας). Διακρίθηκε για τις ικανότητές του στον διπλωματικό τομέα, αλλά και για τη στρατηγική που ακολούθησε στον πόλεμο εναντίον των Αράβων. Υποστήριξε δηλαδή τον Άραβα Αβούλ Αφάρ της Σικελίας εναντίον του αδελφού του ηγεμόνα της βόρειας Αφρικής Αβού Χαφς, με σκοπό να φθείρει τις αραβικές δυνάμεις. Ο Λ.Ώ. τελικά στράφηκε εναντίον και των δύο, σημειώνοντας αξιόλογες επιτυχίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • Ὠπός — Ὦψ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠπός — ὤψ eye fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὦπος — Ὦψ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκύκλωψ — ωπος, ὁ, Μ αυτός που είναι και ο ίδιος Κύκλωπας ή σύντροφος Κύκλωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Κύκλωψ, ωπος] …   Dictionary of Greek

  • αμέτρωψ — ( ωπος), ο, η αυτός, τού οποίου η όραση δεν είναι φυσιολογική …   Dictionary of Greek

  • αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας …   Dictionary of Greek

  • πάνωψ — ωπος, ὁ Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. εύ ωψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”